Dictionary of Greek. 2013.
ψιμυθώ — όω, ΜΑ, και ψυμυθῶ, όω, Α [ψίμυθος] ψιμυθιώ* μσν. (κατά τον Μοίρ.) «ἐντρίβεσθαι τὸ ὑπογράφεσθαι καὶ ψιμυθοῡσθαι» … Dictionary of Greek